- νόβιος
- οζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinelidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχ. nŏvĭus < novus «καινούργιος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκίδες — (coccidae). Οικογένεια ημιπτέρων εντόμων της υπόταξης των ομοπτέρων. Περιλαμβάνει τις κοχενίλες και τις παραπλήσιες μορφές, που χαρακτηρίζονται ως ψείρες των φυτών, γιατί ζουν πάνω σε αυτά απομυζώντας τους χυμούς τους. Τα έντομα της οικογένειας… … Dictionary of Greek
εντομοφάγος — α, ο 1. που τρώει έντομα, που τρέφεται με έντομα: Εντομοφάγα ζώα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομοφάγα ονομασία ζώων (σκαντζόχοιρος, τυφλοπόντικας, χελιδόνι κ.ά.), εντόμων (νόβιος, ιτσέρια κ.ά.) και φυτών (δροσόφιλλα, νηπενθές κ.ά.), που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)